Ο μύθος της Πενθεσίλειας και του Αχιλλέα …. «όταν ερωτεύεσαι τον εχθρό σου». Σύνδρομο της Πενθεσίλειας : το χαμένο ερωτικό αντικείμενο αυξάνει τον ερωτικό πόθο. Μια μυθολογική αναφορά για την βία που οδηγεί στον έρωτα και στον θάνατο.
Πενθεσίλεια : Πρόκειται για μυθολογικό πρόσωπο που σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασίλισσα των Αμαζόνων, κόρη του θεού Άρη. Όταν πέθανε ο Έκτορας , πήγε από την Θράκη ( άλλη παράδοση λέει ότι κατοικούσαν στον Πόντο) στην Τροία, μαζί με έναν στρατό από γυναίκες για να ενισχύσει τον Πρίαμο. Εκτός από την επιθυμία της να βοηθήσει τον Πρίαμο ένας άλλος λόγος που την έφερε από το μακρινό της βασίλειο ήταν και η συνήθεια των Αμαζόνων, για τη γυναίκα, να μην παντρευτεί, αν δεν είχε πάρει πρώτα μέρος σε πόλεμο και σκοτώσει αρκετούς άντρες. Και η Πενθεσίλεια λοιπόν φτάνοντας στην Τροία ήθελε να βεβαιωθεί και να βεβαιώσει και τους άλλους για την ηρωισμό της. Όταν, ξανάρχισε ο πόλεμος, μετά την δωδεκαήμερη ανακωχή λόγω του θανάτου του Έκτορα, η Πενθεσίλεια μπαίνει στη μάχη και αριστεύει σκοτώνοντας πλήθος Αχαιών. Aκόμη και όταν ο Αχιλλέας βλέποντάς την να σκορπίζει τον όλεθρο στις γραμμές των δικών του συμμάχων, τρέχει να της αντικόψει την ορμή, εκείνη ούτε το βάζει στα πόδια ούτε αρνιέται να κονταροχτυπηθεί μαζί του , παρόλο που ήταν σίγουρο πως μπροστά σε έναν τόσο φοβερό αντίπαλο θα έχανε έτσι κι αλλιώς την ζωή της. Ο Αχιλλέας την αιχμαλώτισε και τη σκότωσε. Η γυναίκα όμως είχε δείξει τόσο κουράγιο ώστε όταν ο ήρωας έσκυψε για να την αφοπλίσει, θαύμασε την ομορφιά της, την ερωτεύτηκε και άρχισε να θρηνεί για τον θάνατό της
Ο Αχιλλέας, λοιπόν, μόλις απογυμνώνει από τα άρματά της την Πενθεσίλεια που κείτεται νεκρή μπροστά του έχοντας υποκύψει στις πολλαπλές πληγές της, ερωτεύεται αιφνίδια το ατίθασο, λευκό, γυμνό και άψυχο κορμί της. Σχεδόν όλοι όσοι ήταν παρόντες είχαν αντιληφθεί ότι εκείνη την στιγμή ο Αχιλλέας είχε ερωτευτεί την Πενθεσίλεια. Κάποιοι όμως κραυγάζουν, άλλοι γογγύζουν, άλλοι φωνάζουν με αγανάκτηση, μα ο Αχιλλέας, αλλόφρων από θλίψη, αδιαφορεί, ώσπου έξαφνα, αντιλαμβάνεται τον Θερσίτη να κρυφογελά χυδαία και μ’ ένα εκδικητικό κτύπημα στο σαγόνι, του παίρνει τη ζωή. Ο Θερσίτης ( το όνομα του έχει κοινή καταγωγή με τις λέξεις θάρρος και θράσος), βλέποντάς τον, ειρωνεύτηκε μπροστά στους άλλους τον πόνο του και ότι λύγισε αντικρίζοντας τα γυναικεία θέλγητρα της Αμαζόνας, πράγμα αταίριαστο για έναν αληθινά αντρειωμένο . Ο Αχιλλέας μπροστά σε μια τέτοια προσβολή θύμωσε τότε τόσο πολύ και με ένα δυνατό χτύπημα του χεριού του, έριξε τον αθυρόστομο Θερσίτη, άψυχο στη γη. Μια ελληνιστική παραλλαγή αναφέρει ότι ο Θερσίτης όχι μόνο ειρωνεύτηκε τον Αχιλλέα αλλά επίσης βεβήλωσε το σώμα της Πενθεσίλειας βάζοντας ένα κοντάρι στο μάτι της νεκρής και κατηγόρησε τον Αχιλλέα για νεκροφιλία . Αλλά ο Θερσίτης (είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα πρόσωπα στον Όμηρο περιγράφονται ως έχοντα ευγενική καταγωγή και είναι ήρωες, ενώ ο Θερσίτης είναι ο μόνος που περιγράφεται ως αγενής , αποκρουστικός , αυθάδης και ο μόνος που αμφισβητεί ανοιχτά την εξουσία, των αρχηγών του ελληνικού στρατοπέδου , του πανίσχυρου Αγαμέμνονα και του Αχιλλέα) ακόμα και την τραγική αυτή ώρα, αισθάνθηκε την ανάγκη και να περιγελάσει τον Αχιλλέα και να βάλει το κοντάρι του μέσα στο μάτι της Πενθεσίλειας. Τότε ο ήρωας, έξαλλος από θυμό, σηκώθηκε και τον σκότωσε με μια γροθιά, «εν βρασμώ ψυχής». Στη συνέχεια, σήκωσε απαλά τη βασίλισσα και την έβγαλε από το πεδίο της μάχης. Αντί να της πάρει τα όπλα και να την πετάξει έπειτα στα σκυλιά και στα όρνια, όπως ήταν η συνήθεια του πολέμου, παρέδωσε το σώμα της στους Τρώες για να το θάψουν με τιμές. Μια τέτοια εύνοια δεν είναι παράξενο εάν παρεξηγήθηκε από τους άλλους Αχαιούς. Το σώμα της, μαζί με τα πτώματα 12 άλλων Αμαζόνων, τα παρέδωσαν με ολόκληρο τον οπλισμό τους στους Τρώες. Κι αυτοί τα έκαψαν και έθαψαν τις στάχτες με όλες τις τιμές.
Τη μανία του αυτή λίγοι μπόρεσαν να την κατανοήσουν, ωστόσο, η Πενθεσίλεια, όταν χαιρετήθηκε από τον Πρίγκιπα Αχιλλέα, στα «Ηλύσια Πεδία», κοντοστάθηκε και τον ευχαρίστησε που εκδικήθηκε την προσβεβλημένη θηλύτητά της, με θυσία. Κατά την Ελληνική Μυθολογία τα Ηλύσια Πεδία αποτελούσαν τμήμα του Άδη. Ήταν ο τελικός προορισμός της ψυχής των ηρώων και των ενάρετων.
Ο φόνος ενός συμμάχου για χατίρι ενός εχθρού προκαλεί μεγάλη αναταραχή στο αχαϊκό στρατόπεδο, αναγκάζοντας τον Αχιλλέα να ταξιδέψει στη Λέσβο και να θυσιάσει στον θεό Απόλλωνα, στην Άρτεμη και στη Λητώ ώστε να καθαρθεί από το μίασμα του φόνου.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο Αχιλλέας είχε αγαπήσει την Πενθεσίλεια και είχε μάλιστα αποκτήσει μαζί της και παιδί.
Ο ομηρικός θρήνος του Αχιλλέα για την νεκρή Πενθεσίλεια απηχεί μια συγκαλυμμένη μορφή ύμνου προς την μητριαρχία η οποία με την έλευση των ηρωικών χρόνων έδωσε τη θέση της στην πατριαρχία.
Μακρινή ανάμνηση της Πενθεσίλειας είναι η Μαξιμώ, η αντρογυναίκα του μεσαιωνικού ελληνισμού, όπου στο έπος του Διγενή Ακρίτα παρουσιάζεται να είναι απόγονος των Αμαζόνων και να μονομαχεί με τον Διγενή , μόνο που εδώ το ερωτικό στοιχείο ανάμεσα στους δυο αντίμαχους είναι πιο έντονο.
Όταν οι απελάτες νικήθηκαν από τον Διγενή, σκέφτηκαν να καλέσουν σε βοήθεια την Μαξιμώ. Αυτή διοικούσε πολλούς άντρες, αλλά πήρε μόνο εκατό για να αντιμετωπίσει τον Διγενή. Ανάμεσα στην Μαξιμώ και τον Διγενή υπήρχε ένα πλημμυρισμένο ποτάμι. Ο Διγενής το πέρασε (πάντα κινδυνεύοντας να πνιγεί όπως υπαγορεύει το Επικό μοτίβο, όπου οι ήρωες πάντα έρχονται κοντά στο θάνατο από το υγρό στοιχείο) και συγκρούστηκε μαζί της σε μονομαχία, όπου κατόρθωσε να μην την σκοτώσει αλλά να τραυματίζει τα άλογά της, μέχρι αυτή να αποδεχτεί την ήττα της.
Τότε η Μαξιμώ αποκαλύπτει τον όρκο που είχε κάνει, να μη συνευρεθεί με άντρα αν αυτός δεν την νικήσει. Έτσι ο Διγενής αναλαμβάνει να… εκπληρώσει τον όρκο της Αμαζόνας, ενώ από τη άλλη πλευρά του ποταμού βρίσκονταν η γυναίκα του, η Λιογέννητη…. (!) Στην συνέχεια αποπέμπει την Μαξιμώ και επιστρέφει στην συζυγική εστία, όπου απολογείται στην γυναίκα του. Σε μια παραλλαγή, μετανιώνοντας για την απιστία του, καταδιώκει την Μαξιμώ και την σκοτώνει.
Στην Ρώσικη παραλλαγή, η Μαξιμώ είναι υποψήφια νύφη για τον ήρωα. Ο Διγενής έχει μάθει το μέλλον του, και γνωρίζει πως αν πάρει την Μαξιμώ θα ζήσει δέκα χρόνια λιγότερο. Έτσι, και εδώ, απορρίπτει την Αμαζόνα.
Όμως η σάρκα του ιππότη είναι αδύναμη και ο Σατανάς παραμονεύει πάντα για να βάλει τους ανθρώπους σε πειρασμό. Ο Διγενής το καταλαβαίνει όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τη Μαξιμώ. Η Μαξιμώ είναι μια παρθένα πολεμίστρια, μια αδάμαστη αμαζόνα που οι νικημένοι από τον Διγενή απελάτες κάλεσαν σε βοήθεια εναντίον του ήρωα. «Ίππευε, λέει το τραγούδι, ένα άλογο λευκό σαν χιόνι, που τα πέταλά του ήταν βαμμένα πορφυρά. Φορούσε ένα γερό και υπέροχο θώρακα και πάνω από τον θώρακα έναν πολύτιμο χιτώνα, στολισμένο με μαργαριτάρια – στο χέρι κρατούσε μια καλλιτεχνικά δουλεμένη αραβική λόγχη, γαλάζια και χρυσή – ένα σπαθί κρεμόταν απ’ τη ζώνη της κι ένα γιαταγάνι από τη σέλα της. Κρατούσε μια ασημένια ασπίδα με χρυσό γύρω-γύρω, μ’ ένα λιοντάρι από συμπαγές χρυσάφι και πετράδια στο κέντρο. Αυτή η γυναίκα καταγόταν από τις γενναίες Αμαζόνες που ο βασιλιάς Αλέξανδρος έφερε από τη χώρα των Βραχμάνων. Είχε τη μεγάλη ενεργητικότητα της φυλής της και περνούσε τη ζωή της πολεμώντας». Όταν ήρθε στην όχθη του Ευφράτη να προκαλέσει τον Διγενή σε μονομαχία, εκείνος, σαν ευγενικός ιππότης, χαρίζεται φανερά στην ωραία αντίπαλό του. Την πρώτη φορά αρκείται να σκοτώσει το άλογό της. Στη δεύτερη επίθεση την αφοπλίζει με ένα ελαφρό τραύμα· και η ηττημένη Μαξιμώ, γεμάτη θαυμασμό για την ομορφιά και τη γενναιοδωρία του νικητή της, προσφέρει τον εαυτό της στον άνθρωπο που τη δάμασε. «Ορκίστηκα, λέει η πολεμίστρια, στον κύριο όλων των πραγμάτων να μην πλησιάσω ποτέ άνδρα ως την ημέρα που ένας άνδρας θα με νικήσει εντελώς και θα αποδειχθεί ανώτερός μου σε ανδρεία. Μέχρι σήμερα έχω μείνει πιστή στον όρκο μου». Σ’ αυτή τη δήλωση ο Διγενής αντιστέκεται στην αρχή· αλλά η κοπέλα είναι όμορφη και τρυφερή: «Δεν ήξερα τι να κάνω, διηγείται ο ήρωας. Φλεγόμουν ολόκληρος. Έκανα κάθε προσπάθεια για να αποφύγω τον πειρασμό και έλεγα μέσα μου : Ω δαίμονα, γιατί αγαπάς ό,τι είναι ξένο, όταν έχεις μια καθαρή και κρυφή πηγή». Αλλά η Μαξιμώ ζητούσε ακόμη περισσότερο τον έρωτά μου, λέγοντάς μου στο αυτί τα πιο γλυκά λόγια και το πνεύμα μου υπέκυψε στους εγκληματικούς πόθους της. Και πάλι αποφεύγει να διηγηθεί την περιπέτεια στη γυναίκα του. Και όταν η Ευδοκία ( η γυναίκα του Διγενή ή αλλιώς Λιογέννητη), ζηλιάρα, κατηγορεί «τον αγαπημένο της διάνο» (είναι μια έκφραση αγάπης που χρησιμοποιεί) γιατί έμεινε πολύ κοντά στη Μαξιμώ, ο ήρωας, μ’ ένα έξυπνο ψέμα, καταπραΰνει τις υποψίες της αγαπημένης του. Έμεινε τόσο πολύ γιατί βοήθησε την πληγωμένη εχθρό του: «γιατί δεν θέλω, λέει, να με προσβάλλουν αποκαλώντας με δολοφόνο γυναικών».
Μπορεί άραγε να ερωτευτεί κανείς τον εχθρό του ; Σύμφωνα με το θεατρικό έργο του Κλάιστ, ο έρωτας ξεκινάει ως ένα ανώδυνο παιχνίδι αλλά στο τέλος ταυτίζεται με τον θάνατο, σύμφωνα με το αριστουργηματικό έργο του ρομαντικού θεάτρου του Κλάιστ.
Στο εν λόγω θεατρικό έργο διαπραγματεύονται : η λατρεία του νεκρού εχθρού απέναντι στην αποστροφή για τον ζώντα σύμμαχο, η διερεύνηση των ορίων ανάμεσα στο θάρρος και στο θράσος, η διερεύνηση των ορίων ανάμεσα στην ιερότητα και στην ιεροσυλία. Επίσης πολλοί απορούν πώς του ξέφυγε του Φρόυντ το “σύνδρομο της Πενθεσίλειας” δηλαδή το οριστικά χαμένο αντικείμενο εγείρει τον πόθο.
«Σε θέλω, σε ποθώ, σ’ αγαπώ, σε λατρεύω, είσαι τα πάντα για μένα. Αρκεί να σ’ έχω κατακτήσει, να “είσαι” μόνο για μένα, να είσαι κτήμα μου, να σε εξουσιάζω. Αλλιώς, θα σε διαλύσω, θα σε καταστρέψω, θα σε συντρίψω». Το να σκοτώσει κάποιος την γυναίκα που είναι ερωτευμένος σημαίνει εαυτόν να την έχει για πάντα δική του. Η «Πενθεσίλεια» (1808) του Κλάιστ έχει ανέβει σε ελληνικά θέατρα όπως στην στέγη γραμμάτων και τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση αλλά και στο Εθνικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, σε μια παράσταση που μιλά για τον έρωτα και τον πόλεμο, το πάθος και τα ανελέητα παιχνίδια εξουσίας, την αέναη μάχη των δύο φύλων. Ο Κλάιστ εμπνέεται την Πενθεσίλεια από ένα άγνωστο σε πολλούς επεισόδιο του τρωικού πολέμου , για να αφηγηθεί μια συντριπτική ερωτική ιστορία που εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου. Οι Έλληνες και οι Αμαζόνες πολεμούν μπροστά στα τείχη της Τροίας. Η βασίλισσα των Αμαζόνων, Πενθεσίλεια, και ο αρχηγός των Ελλήνων, Αχιλλέας, μετατρέπουν σταδιακά τις μάχες σε ένα επικίνδυνο ερωτικό παιχνίδι. Οι ερωτευμένοι γίνονται τέρατα που θέλουν να κατασπαράξουν ο ένας τον άλλον. Η εμμονική ανάγκη για κυριαρχία του ενός απέναντι στον άλλον, εξελίσσεται σε ένα φρικιαστικό όργιο αίματος.
Στην παράσταση, τα πρόσωπα του έργου αναδίδουν αρχικά μια αίσθηση αβεβαιότητας και απορίας. Σαν τοποθετημένα εκεί τυχαία, αντιμετωπίζουν τα πάντα με διάθεση παιχνιδιού, που αγγίζει τα όρια της σάτιρας. Κανένας δεν παίρνει στα σοβαρά κανέναν, κανένας δεν νιώθει πως απειλείται από κανέναν. Τραγικοί και κωμικοί ταυτόχρονα, όπως κάθε ερωτευμένος, άλλοτε παρασύρονται από την ποίηση , άλλοτε στέκονται αμήχανοι μπροστά του. Η αρχική ονειρική ατμόσφαιρα μετασχηματίζεται σε ένα τοπίο αποδόμησης και καταστροφής.
Ο θάνατος της Πενθεσίλειας περιγράφεται με λεπτομέρεια, όχι στην Ιλιάδα, αλλά στις «Ηρωίδες» του Οβίδιου και την Αινειάδα του Βιργιλίου.
Ο φόνος του Θερσίτη δραματοποιήθηκε στον 4ο αιώνα π.Χ. από τον Χαιρήμονα στον «Αχιλλέα Θερσιτοκτόνο». Στην υπόθεση της τραγωδίας ο Αχιλλέας έκοβε το κεφάλι του Θερσίτη και ο Διομήδης ορμούσε με το σπαθί να σκοτώσει τον Αχιλλέα , η μεσολάβηση όμως του Μενελάου και του Αγαμέμνονα ματαίωσε τη συνέχιση της αιματοχυσίας.
Βιβλιογραφία :
- Εφημερίδα, «Έθνος». Ένθετο «Vita» .
- Ιστολόγιο, Κόσμος : «Πενθεσίλεια»
- Εγκυκλοπαίδεια Δομή , Λήμμα «Πενθεσιλεια»
- Ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια Βικιπαιδεία: Λήμμα «Πενθεσίλεια»
- Εγκυκλοπαίδεια Δομή . Εκδόσεις Δομή Αθήνα 2002.
- Κακριδής Ι .Ελληνική μυθολογία .Εκδοτική Αθηνών. 1987.
- www.sgt.gr Στέγη γραμμάτων και τεχνών ιδρύματος Ωνάση